τουλουμιάζω

τουλουμιάζω
Ν [τουλούμι]
1. τοποθετώ το τυρί μέσα στο τουλούμι
2. δέρνω πάρα πολύ κάποιον
3. φουσκώνω και γίνομαι σαν τουλούμι («τουλούμιασε η κοιλιά μου»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τουλουμιάζω — τουλούμιασα, τουλουμιάστηκα, τουλουμιασμένος 1. βάζω κάτι μες στο τουλούμι: Τουλουμιάζω το τυρί. 2. μτφ., δέρνω κάποιον άγρια: Είναι τουλουμιασμένος στο νοσοκομείο. 3. αμτβ., γίνομαι σαν τουλούμι, φουσκώνω, πρήζομαι: Έφαγα πολύ και τουλούμιασα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τουλούμιασμα — το, Ν [τουλουμιάζω] 1. τοποθέτηση τυριού στο τουλούμι 2. ξυλοδαρμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”